- χύλωμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του χυλώνω, το εκχύλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χύλωμα — το, Ν [χυλῶ / ώνω] μετατροπή σε χυλό, πολτοποίηση … Dictionary of Greek
ανάλυμα — το [αναλύω] 1. διάλυση, λειώσιμο 2. μαλάκωμα κάποιου πράγματος με νερό, χύλωμα 3. ξετύλιγμα τού νήματος από το αδράχτι … Dictionary of Greek
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
λαπάδιασμα — το [λαπαδιάζω] το αποτέλεσμα τού λαπαδιάζω, χύλωμα … Dictionary of Greek
λειώσιμο — το [λειώνω] τήξη, διάλυση, ρευστοποίηση, υγροποίηση 2. πολτοποίηση, χυλοποίηση, χύλωμα 3. φθορά, τριβή, διάβρωση, φάγωμα … Dictionary of Greek
λαπάδιασμα — το, ατος το να γίνει κάτι λαπάς, το χύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)